Φορολογικό διαζύγιο: Πότε συμφέρει και πότε όχι
Στα εκκαθαριστικά των φορολογικών δηλώσεων, ο διαχωρισμός εισοδημάτων και φορολογικών υποχρεώσεων είναι ήδη ξεκάθαρος.
Τα εισοδήματά σου, τα εισοδήματά μου, ο φόρος σου, ο φόρος μου, αλλά στο τέλος, το ποσό της οφειλής ή της επιστροφής φόρου είναι ένα.
Και εκεί αρχίζει για πολλά ζευγάρια η γκρίνια.
Αυτό και άλλα προβλήματα τα οποία μπορεί να απορρέουν από οφειλή του ενός «μέρους» του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης και η οποία μπλοκάρει, για παράδειγμα, τη φορολογική ενημερότητα του έτερου, έρχεται να επιλύσει μια απλή διάταξη νόμου, η οποία ενσωματώθηκε στο πολυνομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε χθες στη Βουλή.
Με μια απλή δήλωση ενός εκ των δύο συζύγων στην εφορία έως τις 28 Φεβρουαρίου του 2019, τα ζευγάρια αποκτούν τη δυνατότητα να υποβάλλουν χωριστές φορολογικές δηλώσεις, χάνοντας όμως άλλα πλεονεκτήματα της κοινής δήλωσης, όπως για παράδειγμα τη δυνατότητα να καλύψει ο ένας «κενά» στα τεκμήρια του άλλου.
Η διαδικασία
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η φορολογική δήλωση δύναται να υποβάλλεται χωριστά, εφόσον ένας τουλάχιστον εκ των συζύγων το επιλέξει, με ανέκκλητη δήλωσή του για κάθε φορολογικό έτος μέχρι την 28η Φεβρουαρίου του έτους υποβολής της δήλωσης. Η επιλογή αυτή είναι δεσμευτική ως προς το φορολογικό έτος που αφορά και για τον άλλο σύζυγο. Οι διατάξεις περί χωριστών δηλώσεων συζύγων ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2018 και επόμενων. Πρακτικά, αν «συμφέρει», μπορείτε να χωρίσετε φορολογικά τις δηλώσεις σας το 2019 και το 2020, για παράδειγμα, να τις ενώσετε ξανά.
Οι νέες διατάξεις έρχονται μετά από πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε ότι τα ζευγάρια έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν ξεχωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος και να εκδοθεί ξεχωριστό εκκαθαριστικό για τον καθένα.
Σήμερα ο νόμος επιτρέπει την υποβολή χωριστών δηλώσεων στους συζύγους μόνο σε τρεις περιπτώσεις:
1. Αν έχει επέλθει διακοπή της έγγαμης συμβίωση ή λύση του συμβολαίου συμβίωσης.
2. Ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης.
3. Ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
Ποιος «παίρνει» τα παιδιά
Κατά το έτος υποβολής χωριστής δήλωσης των συζύγων, το εισόδημα των ανήλικων τέκνων προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του. Αν οι γονείς έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομά του. Σε περίπτωση που ένας των γονέων έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα αυτού. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και για τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης.
Τα τεκμήρια
Σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων, το ποσό της δαπάνης που μπορεί να εκπέσει για τον προσδιορισμό του προς ανάλωση κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για κάθε σύζυγο [με το καθεστώς της κοινής δήλωσης, δεν μπορεί να είναι κατώτερο των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ προκειμένου για συζύγους].
Τα υπέρ
Το βασικότερο πλεονέκτημα των χωριστών φορολογικών δηλώσεων είναι οι «καθαροί λογαριασμοί». Το εκκαθαριστικό το οποίο εκδίδεται είναι ξεχωριστό για τον καθένα, ο κάθε σύζυγος πληρώνει τον φόρο που του αναλογεί και εισπράττει την επιστροφή φόρου που δικαιούται, χωρίς να γίνεται συμψηφισμός της επιστροφής με τυχόν οφειλή του άλλου συζύγου. Και σήμερα μπορεί να γίνει διαχωρισμός της οφειλής, μετά όμως από αίτηση στην Εφορία. Τα χωριστά εκκαθαριστικά διασφαλίζουν τη φορολογική ενημερότητα του συζύγου που δεν χρωστά. Σήμερα, εάν ένας από τους δύο συζύγους έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές, ο άλλος δεν μπορεί να λάβει φορολογική ενημερότητα, αν δεν ρυθμιστεί η οφειλή του συζύγου.
Τα κατά
H κοινή φορολογική δήλωση συμφέρει κυρίως ζευγάρια τα οποία αντιμετωπίζουν ζήτημα κάλυψης τεκμηρίων ή εκείνους οι οποίοι δυσκολεύονται να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό ηλεκτρονικών πληρωμών για την κάλυψη του αφορολόγητου. Το δεύτερο ενδεχόμενο με τα σημερινά δεδομένα είναι σχετικά απίθανο, καθώς τα απαιτούμενα όρια e-πληρωμών καλύπτονται σχετικά εύκολα αλλά στην περίπτωση όπου τα όρια αυξηθούν (ενδεχόμενο πιθανό), οι απαιτήσεις μπορεί να καλύπτονται με δυσκολία.
Ειδικότερα στην περίπτωση των τεκμηρίων, εάν ένας σύζυγος πιάνεται στην «τσιμπίδα» τους, μπορεί ο έτερος να συνδράμει για να καλύψει με τα εισοδήματά του τη διαφορά που προκύπτει και να μην επιβαρυνθεί ο άλλος. Το ίδιο ισχύει και με τις δαπάνες που πραγματοποιούνται με πλαστικό χρήμα, οι οποίες εξασφαλίζουν το αφορολόγητο όριο εισοδήματος.
Οι ισχύουσες διατάξεις ορίζουν ότι εάν καλύπτεται το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δύο συζύγων, το τυχόν πλεονάζον ποσό κατά την εκκαθάριση μεταφέρεται στον άλλο σύζυγο για τυχόν κάλυψη του ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών του.