Ο νόμος 4469/2017, δηλαδή ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης των οφειλών των επιχειρήσεων, άρχισε να εφαρμόζεται στις 3/8/2017. Πλήθος ενημερώσεων σχετικά με τον νόμο αυτό υπάρχει ήδη στο Διαδίκτυο. Είναι αλήθεια ότι στις πλείστες των περιπτώσεων, η ενημέρωση αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις υπαγωγής στον νόμο, αλλά όχι την ουσία του νόμου. Ποια είναι η ουσία του νόμου, λοιπόν;

1. Ο νόμος αφορά βιώσιμες επιχειρήσεις. Επιχειρήσεις-οφειλέτες χωρίς μέλλον, δηλαδή χωρίς προοπτικές επιτυχούς ύπαρξης στο μέλλον, δεν αξίζει να υποστούν τη βάσανο της συμπλήρωσης της αίτησης, η οποία από μόνη της έχει κόστος – και σε χρόνο και σε χρήμα. Η βιωσιμότητα αυτή τεκμηριώνεται από τη σχετική μελέτη, δηλαδή ένα business plan που θα υποβάλει η επιχείρηση. Αυτή η μελέτη είναι όλη η ουσία. Απαιτείται εξαιρετική σοβαρότητα στη σύνταξη της μελέτης αυτής. Μόνον έτσι θα υπάρχει η απαραίτητη τεκμηρίωση, ούτως ώστε να πειστεί η προβλεπόμενη πλειοψηφία των πιστωτών που θα συμμετέχουν στην όλη διαδικασία του νόμου να ψηφίσει υπέρ της πρότασης ρύθμισης των οφειλών που θα υποβάλει ο οφειλέτης.

2. Ο νόμος αφορά επιχειρήσεις που όντως αδυνατούν να πληρώσουν τις οφειλές τους. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι εάν υπάρχει περιουσία που υπερκαλύπτει τις οφειλές της επιχείρησης-οφειλέτη, τότε δεν μπορεί να γίνει κούρεμα των οφειλών. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνεται και η περιουσία τυχόν συνοφειλετών, όπως εγγυητών σε δανειακές συμβάσεις. Η καθαρή παρούσα αξία των μελλοντικών πληρωμών της επιχείρησης-οφειλέτη προς τους πιστωτές της, που θα προβλέπονται στη συμφωνία ρύθμισης οφειλών, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον μεγαλύτερη από το άθροισμα της αξίας ρευστοποίησης της περιουσίας της επιχείρησης-οφειλέτη και των αξιών ρευστοποιήσεων των περιουσιών τυχόν συνοφειλετών.

3. Τι γίνεται με την αποκάλυψη ή απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων; Θεωρητικά, ο νόμος επιβάλλει στην κάθε επιχείρηση-οφειλέτη να περιλάβει στην αίτηση υπαγωγής-υπεύθυνη δήλωση όλα τα περιουσιακά στοιχεία και της επιχείρησης και των συνδεδεμένων προσώπων, νομικών και φυσικών (συγγενικών επιχειρήσεων, ιδιοκτητών, μετόχων, συγγενών έως και 2ου βαθμού) και όλες τις μεταβιβάσεις περιουσίας που σχετίζονται με τέτοια πρόσωπα και έλαβαν χώρα εντός της τελευταίας πενταετίας, καθώς και τις μεταφορές χρημάτων, όπως μερισμάτων και λοιπών αμοιβών, που έγιναν προς συνδεδεμένα πρόσωπα εντός της τελευταίας διετίας.

Ο σκοπός είναι η αποκάλυψη των πραγματικών περιουσιακών στοιχείων, και τυχόν υπόπτων μεταβιβάσεών τους στο πρόσφατο παρελθόν, ούτως ώστε
Α) να προσδιοριστεί εάν υπάρχει πλούτος ή πράγματι αδυναμία πληρωμής χρεών και
Β) εάν αυτός ο πλούτος, δηλαδή η περιουσία, ασχέτως του ποιος είναι ο τυπικός ιδιοκτήτης/κάτοχός της, μπορεί και με ποιο τρόπο να ληφθεί υπ’ όψιν στον προσδιορισμό της συμφωνίας ρύθμισης οφειλών (κυρίως, όσον αφορά τα ποσά και τους χρόνους των μελλοντικών πληρωμών του οφειλέτη προς τους πιστωτές – βλέπε προηγούμενη παράγραφο 2).

Κατ’ αρχάς, είναι δεδομένο ότι ποσά καταθέσεων και επενδύσεων που διατηρούνται σε ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορεί να αποκρυβούν, αφού ο νόμος ρητά προβλέπει τη δυνατότητα ανταλλαγής στοιχείων και γενικά συνεργασίας μεταξύ των τραπεζών, κάτι που είναι γνωστό ότι θα εφαρμοστεί πλήρως. Ομως, προφανώς, είναι πιθανό να μην αναφερθεί στην αίτηση-υπεύθυνη δήλωση περιουσία που η επιχείρηση-οφειλέτης ή συνοφειλέτης ή συνδεδεμένο πρόσωπο διαθέτει αλλά δεν μπορεί εύκολα να ανακαλυφθεί, π.χ. ακίνητη περιουσία στο εξωτερικό.
Θεωρητικά, σε αυτήν την περίπτωση, υφίσταται νομικό θέμα αφού θα παραβιάζεται ο νόμος 1599/1986 βάσει του οποίου συμπληρώνεται η υπεύθυνη δήλωση στην οποία δεν θα αναφέρονται κάποια περιουσιακά στοιχεία. Από την άλλη, ίσως να είναι υπερβολική η τυχόν γενική καχυποψία μιας επιχείρησης-οφειλέτη απέναντι σε έναν πιστωτή, π.χ. μια τράπεζα.

Π.χ., ίσως η ύπαρξη μιας πρώτης κατοικίας ως μόνου περιουσιακού στοιχείου, που θα μπορούσε να ληφθεί υπ’ όψιν στη συμφωνία ρύθμισης οφειλών, να επιτρέπει ουσιαστική διαγραφή χρέους, παρά τα όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο 2.

Απαντήσεις σε τέτοιους προβληματισμούς δεν μπορεί να δοθούν με απόλυτη βεβαιότητα. Αυτό που μπορεί να λεχθεί σαφώς, είναι ότι η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και απαιτείται ειδική στρατηγική, προκειμένου η επιχείρηση-οφειλέτης να καταφέρει τη σύναψη της καλύτερης δυνατής σύμβασης ρύθμισης οφειλών με τους πιστωτές.

*Καθημερινή