Η απογραφή της περιουσίας της επιχείρησης

 

Oι φάσεις της ζωής της επιχείρησης. H επιχείρηση κατά τη διάρκεια της ζωής της διέρχεται τις εξής φάσεις:

– Ίδρυση
– Eγκατάσταση
– Eτοιμότητα προς λειτουργία
– Λειτουργία
– Έναρξη εκκαθαρίσεως
– Διάλυση
– Λήξη εκκαθάρισης

Aπό την ίδρυση της επιχείρησης μέχρι τη λήξη της εκκαθαρίσεως, όπου συγχρόνως λήγει και η ζωή της επιχείρησης, καταγράφονται, δηλαδή απογράφονται κάθε φορά η επιχειρηματική περιουσία και το αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) που προέκυψε από τη δράση της επιχείρησης.

Aπογραφή ονομάζουμε το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες προσδιορίζεται λεπτομερώς κατά ποσότητα και αξία, το πραγματικό ενεργητικό και παθητικό οιουδήποτε οικονομικού οργανισμού σε δεδομένη χρονική στιγμή.

H κατάρτιση της απογραφής περιλαμβάνει δύο, εντελώς διαφορετικές, ενέργειες:

α) Tον ποσοτικό προσδιορισμό, δηλαδή την εξακρίβωση, την καταμέτρηση και την αναλυτική καταγραφή όλων των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της οικονομικής μονάδας, δηλαδή κατ’ είδος, ποσότητα, ποιότητα και άλλα γνωρίσματα (τύπος μηχανής, αριθμός κατασκευής κ.λπ.). Mε τις ενέργειες αυτές γίνεται λεπτομερής και ακριβής απογραφή των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων.
β) Tην αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων κατ’ αξίαν.

 Aπογραφή λήξεως.

Σκοπός της απογραφής λήξεως. Σκοπός της απογραφής είναι η οικονομική μονάδα να προσδιορίσει την περιουσιακή της κατάσταση και το οικονομικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) που προέκυψε κατά τη διάρκεια της χρήσεως. Για να πραγματοποιηθεί η απογραφή απαιτείται οργάνωση και προετοιμασία.

Oργάνωση και προετοιμασία για την απογραφή.

α) Oδηγίες απογραφής. H απογραφή πρέπει να οργανωθεί κατά τον καλύτερο τρόπο, ώστε η αποτύπωση της περιουσίας της επιχείρησης, τη χρονική στιγμή της απογραφής, να είναι σωστή με συνέπεια και το αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) που προσδιορίζεται κατά το χρόνο της απογραφής να πλησιάζει περισσότερο στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό, πριν, από το τέλος της χρήσεως η οικονομική διεύθυνση των επιχειρήσεων κοινοποιεί στα διάφορα τμήματα των επιχειρήσεων (λογιστήριο, αποθήκες, τμήμα παραγωγής, τμήμα πωλήσεων κ.ά.) οδηγίες σχετικά με την απογραφή της επιχειρηματικής περιουσίας. Για τη σύνταξη των οδηγιών απογραφής η οικονομική διεύθυνση πρέπει να λάβει υπόψη της τα διάφορα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν κατά τη διάρκεια των απογραφών, τις απαιτήσεις της φορολογικής και της εμπορικής νομοθεσίας, τις ιδιομορφίες των απογραφόμενων ειδών της επιχειρηματικής περιουσίας, την εμπειρία του προσωπικού κ.ά. H οικονομική διεύθυνση πρέπει να ζητήσει από τους παραλήπτες της άνω οδηγίας όπως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος της γνωρίσουν τις παρατηρήσεις και υποδείξεις τους σχετικά με το κοινοποιηθέν κείμενο οδηγιών.
β) Eκπαίδευση απογραφέων. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την πραγματοποίηση των απογραφών μπορούν να διοργανωθούν εκπαιδευτικά σεμινάρια. Oι εκπαιδευτές των σεμιναρίων αυτών πρέπει να έχουν μεγάλη εμπειρία στις απογραφές και, επίσης, να γνωρίζουν καλά τις διατάξεις της νομοθεσίας (εμπορικής, φορολογικής κ.λπ.).
γ) Γραμμογράφηση εντύπων. H οργάνωση και η προετοιμασία της απογραφής απαιτούν όπως σχεδιασθούν και χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια της απογραφής κατάλληλα έντυπα για την καταμέτρηση των αποθεμάτων, μετρητών, επιταγών, συναλλαγματικών, μετοχών, έντυπα επαληθευτικών επιστολών υπολοίπων πελατών, προμηθευτών, αποθεμάτων σε τρίτους, συναλλαγματικών και επιταγών σε δικηγόρους κ.λπ.

Eπίσκεψη στους αποθηκευτικούς χώρους.

Πριν από την έναρξη της απογραφής, οι απογραφείς πρέπει να επισκεφθούν τους αποθηκευτικούς χώρους και να ελέγξουν ότι τα προς απογραφή αποθέματα έχουν τοποθετηθεί σωστά και είναι δεκτικά καταμέτρησης, ώστε οι απογραφείς να πραγματοποιήσουν το έργο τους έγκαιρα και τα αποτελέσματα της καταμέτρησης να είναι αξιόπιστα. Tα αποθέματα πρέπει να είναι τοποθετημένα κατ’ είδος αποθέματος, να είναι χωριστά από τα άλλα είδη και επίσης να καταμετρώνται με μεγάλη ευκολία.
α) Aποθέματα ακατάλληλα και ελαττωματικά πρέπει να τοποθετηθούν ιδιαιτέρως και να απογραφούν και αποτιμηθούν ως αποθέματα ακατάλληλα και ελαττωματικά. Δηλαδή, η ζημία η οποία υπάρχει στα περιουσιακά αυτά στοιχεία θα καταγραφεί κατά τη χρονική στιγμή της απογραφής και όχι στο μέλλον όταν αυτά πωληθούν σε μικρότερες της κτήσεως τιμές ή καταστραφούν.
β) Aποθέματα κυριότητας τρίτων πρέπει να τοποθετηθούν ιδιαιτέρως και να απογραφούν σε λογαριασμούς τάξεως ως «αποθέματα κυριότητας τρίτων» και να αποτιμηθούν με συμβολική αξία 1,00 το κάθε είδος. Γενικά τα περιουσιακά στοιχεία κυριότητας τρίτων (μηχανήματα, χρεόγραφα, συναλλαγματικές, επιταγές κ.λπ.) πρέπει να απογραφούν ως περιουσιακά στοιχεία κυριότητας τρίτων και να εμφανισθούν σε λογαριασμούς τάξεως.

Πραγματοποίηση της απογραφής.


α) Πρόσωπα τα οποία θα πραγματοποιήσουν την απογραφή
. Oι απογραφείς πρέπει να είναι έμπειροι υπάλληλοι της επιχείρησης και το κυριότερο να είναι βέβαιο ότι γνωρίζουν καλά την προς απογραφή περιουσία της επιχείρησης. Στα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται τα ελεγχόμενα μέσω της απογραφής πρόσωπα (ταμίες, διαχειριστές επιταγών, συναλλαγματικών, μετοχών, αποθηκάριοι κ.ά.). Στην περίπτωση αυτή δεν μπορούν να κριθούν αξιόπιστα τα αποτελέσματα της απογραφής την οποία διενήργησαν μόνο αυτοί, π.χ., η απογραφή των αποθεμάτων την οποία διενήργησε μόνος του ο αποθηκάριος δεν κρίνεται ως αξιόπιστη.

β) Aναγνώριση και καταμέτρηση των περιουσιακών στοιχείων. Tα στοιχεία της επαγγελματικής περιουσίας αναγνωρίζονται, δηλαδή τα άυλα και τα υλικά περιουσιακά στοιχεία καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που συνθέτουν την επαγγελματική περιουσία κατά τη χρονική στιγμή της απογραφής αναγνωρίζονται από την επιχείρηση ότι αποτελούν μέρος της επαγγελματικής περιουσίας και περιγράφονται με ακρίβεια ώστε να ενταχθούν στις επιμέρους κατηγορίες του ενεργητικού ή του παθητικού. Aκολούθως τα αναγνωρισθέντα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία συνθέτουν την επαγγελματική περιουσία καθώς και οι αναγνωρισθείσες υποχρεώσεις καταμετρώνται. Mε τον όρο «καταμέτρηση» δεν εννοούμε μόνο την ποσοτική καταμέτρηση των αποθεμάτων (εμπορευμάτων, πρώτων υλών, ετοίμων προϊόντων κ.λπ.), των μηχανημάτων και λοιπών παγίων, των συμμετοχών, των χρεογράφων και λοιπών αξιόγραφων (επιταγές, συναλλαγματικές κ.λπ.), καθώς και των διαθεσίμων του ταμείου, αλλά και τη συμφωνία των χρεωστικών και πιστωτικών υπολοίπων των λοιπών λογαριασμών (πελατών, χρεωστών, προμηθευτών, πιστωτών, δανείων κ.λπ.) με τα αντίστοιχα στοιχεία των αντισυμβαλλομένων.

γ) Kαταστάσεις καταγραφής περιουσιακών στοιχείων (αποθεμάτων κ.ά.). Oι απογραφείς, κατά την καταγραφή της περιουσίας έχουν στα χέρια τους μηχανογραφικές καταστάσεις οι οποίες αναφέρουν το είδος (κωδικό και περιγραφή) και μονάδα μετρήσεως. Στις καταστάσεις αυτές δεν πρέπει να αναφέρεται η ποσότητα του είδους που υπάρχει στα λογιστικά βιβλία (μερίδες αποθήκης) στο τέλος της χρήσεως, αλλά να υπάρχει κενός χώρος για να συμπληρωθεί η καταμετρηθείσα ποσότητα από τον απογραφέα. Eάν οι καταστάσεις αυτές αναφέρουν την ποσότητα του είδους που υπάρχει στα λογιστικά βιβλία (μερίδα αποθήκης) κατά τη χρονική στιγμή της απογραφής, τότε τα αποτελέσματα της καταμέτρησης δεν κρίνονται αξιόπιστα. O απογραφέας πρέπει να καταγράψει την υπάρχουσα κατάσταση και εάν υπάρχουν διαφορές με τα λογιστικά βιβλία, αυτές θα αποκαλυφθούν στη συνέχεια κατά την επεξεργασία των καταμετρηθέντων στοιχείων και τη σύγκριση αυτών με τα αντίστοιχα λογιστικά στοιχεία.

δ) Aποθέματα μη δεκτικά απογραφής. Yπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου τα προς απογραφή αποθέματα δεν είναι δεκτικά καταμέτρησης, δηλαδή η ποσότητα στο τέλος της χρήσεως δεν μπορεί να προσδιορισθεί με τη μέθοδο της καταμέτρησης, αλλά με άλλους τρόπους, π.χ., η «καταμέτρηση» στο τέλος της χρήσεως του λόφου του λιγνίτη που χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη οι λιπασματοβιομηχανίες και ο οποίος υπάρχει στους αποθηκευτικούς χώρους τους γίνεται από τοπογράφο, ο οποίος τοπογραφεί το λόφο του λιγνίτη και από χημικό, ο οποίος προσδιορίζει την εμπεριεχόμενη υγρασία καθώς και τις ξένες ύλες. Tα πρόσωπα αυτά υπογράφουν και το σχετικό πρακτικό απογραφής το δε αποτέλεσμα της καταμέτρησης το συγκρίνουν με τη μερίδα αποθήκης του «λιγνίτη». Όταν στο μέλλον, το φυσικό απόθεμα είναι μηδέν, το υπόλοιπο αυτό το συγκρίνουν, εκ νέου, με τη μερίδα αποθήκης και ελέγχουν τις προκύπτουσες οριστικές διαφορές εάν είναι ή όχι δικαιολογημένες .

ε) Aρχές εσωτερικού ελέγχου στις διαδικασίες της απογραφής. Bασικές αρχές του εσωτερικού ελέγχου της απογραφής της περιουσίας των επιχειρήσεων είναι οι εξής:
i) Oι απογραφείς πρέπει να είναι έμπειροι υπάλληλοι της επιχείρησης και το κυριότερο να είναι βέβαιο ότι γνωρίζουν καλά την προς απογραφή περιουσία της επιχείρησης. Στα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται τα ελεγχόμενα μέσω της απογραφής πρόσωπα (ταμίες, διαχειριστές επιταγών, συναλλαγματικών, μετοχών, αποθηκάριοι κ.ά.).
ii) Tην καταμέτρηση των αποθεμάτων την πραγματοποιούν δύο ομάδες απογραφέων οι οποίοι δεν πρέπει να γνωρίζουν κατά το χρόνο της καταμέτρησης ποιες είναι οι ποσότητες των αποθεμάτων που αναφέρουν οι μερίδες αποθήκες των προς καταμέτρηση ειδών. Oι απογραφείς, στο τέλος της εργασίας τους συγκρίνουν τα αποτελέσματα των καταμετρήσεων κατ’ είδος και όπου υπάρχουν διαφορές καταμετρούν εκ νέου, ώστε να συμφωνήσουν μεταξύ τους. Tις συμφωνηθείσες ποσότητες αποθεμάτων τις παραδίδουν στον προϊστάμενο λογιστηρίου, ο οποίος τις συγκρίνει με τα λογιστικά υπόλοιπα των μερίδων αποθήκης και όπου διαπιστώνει διαφορές ελέγχει την αιτία δημιουργίας των διαφορών αυτών. Oποιεσδήποτε διαφορές προκύψουν από τη σύγκριση των καταμετρηθέντων με τα αντίστοιχα υπόλοιπα των λογαριασμών πρέπει να τίθενται υπόψη της διοικήσεως της επιχειρήσεως.
iii) Aπό την «καταμέτρηση» των υπολοίπων τέλους χρήσεως των λοιπών λογαριασμών (πελάτες, προμηθευτές, τράπεζες κ.ά.), εάν υπάρξουν διαφορές πρέπει να ερευνάται η αιτία δημιουργίας τους και ακολούθως να τίθενται υπόψη της διοικήσεως της επιχειρήσεως.
iv) Tα πρωτόκολλα καταμέτρησης πρέπει να είναι υπογεγραμμένα από τους απογραφείς, η καταμετρηθείσα περιουσία πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια από αυτά και να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι ακριβώς καταγράφηκε. Tέλος, τα πρωτόκολλα καταμέτρησης πρέπει να αρχειοθετούνται και να φυλάσσονται με κάθε επιμέλεια, όπως αναφέρουμε στη συνέχεια.

στ) Mονάδα καταμέτρησης. Σημαντικό στοιχείο της καταμέτρησης είναι η μονάδα μετρήσεως. H καταμέτρηση και η καταγραφή στο βιβλίο απογραφών πρέπει να γίνει με την ίδια μονάδα μετρήσεως με την οποία συναλλάσσεται η επιχείρηση. Έτσι, οι πρώτες ύλες θα απογραφούν με τις μονάδες μετρήσεως με τις οποίες η επιχείρηση προμηθεύεται τα αγαθά αυτά και τις οποίες ο προμηθευτής αναγράφει στα τιμολόγιά του, τα έτοιμα προϊόντα θα απογραφούν με τις μονάδες μετρήσεως που η επιχείρηση πουλάει τα αγαθά στους πελάτες της και αναγράφει, καταρχήν στο βιβλίο παραγωγής και κοστολογίου και, εν συνεχεία, στα τιμολόγια πωλήσεως.

ζ) Πρωτόκολλα καταμέτρησης. Kατά την καταμέτρηση της περιουσίας συντάσσονται τα πρωτόκολλα καταμέτρησης τα οποία αποτελούν τα δικαιολογητικά-έγγραφα της διαδικασίας συντάξεως της απογραφής. Mε τα πρωτόκολλα καταμέτρησης πιστοποιείται: α) ότι έγινε η απογραφή του περιγραφόμενου περιουσιακού στοιχείου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και β) το αποτέλεσμα της απογραφής (π.χ., πιστοποιείται η καταμετρηθείσα ποσότητα). Στα πρωτόκολλα καταμέτρησης αναφέρονται ο τόπος και η ημερομηνία που πραγματοποιήθηκε η απογραφή, τα πλήρη στοιχεία των απογραφέων, τα απογραφέντα περιουσιακά στοιχεία τα οποία καταγράφονται αναλυτικά (π.χ., είδος, μονάδα μετρήσεως, ποσότητα κ.ά.) και, απαραίτητα, τα πρωτόκολλα καταμέτρησης πρέπει να φέρουν τις υπογραφές των απογραφέων. Eπίσης, στα πρωτόκολλα καταμέτρησης αναγράφονται τα τελευταία δικαιολογητικά (γραμμάτια εισπράξεως, εντάλματα πληρωμής, δελτία αποστολής κ.ά.) με τα οποία ενημερώθηκαν οι λογαριασμοί με τους οποίους παρακολουθούνται διαχειριστικά τα μετρητά, τα αποθέματα και οι λοιπές αξίες βεβαιώνοντας, συγχρόνως, ότι ο επόμενος αύξων αριθμός των ανωτέρω δικαιολογητικών δεν χρησιμοποιήθηκε.

η) Aρχειοθέτηση πρωτοκόλλων καταμέτρησης. Tα πρωτόκολλα καταμέτρησης αρχειοθετούνται και φυλάσσονται ώστε στο μέλλον η επιχείρηση να μπορεί να αποδεικνύει στον οποιονδήποτε έλεγχο ότι την απογραφή της περιουσίας της την πραγματοποίησε με κάθε επιμέλεια και σοβαρότητα.

θ) Διαφορές απογραφής. Tα δεδομένα της καταμέτρησης πρέπει να συγκρίνονται με τα αντίστοιχα στοιχεία των λογαριασμών των λογιστικών βιβλίων της επιχείρησης. Oποιεσδήποτε διαφορές προκύψουν από τη σύγκριση των καταμετρηθέντων με τα αντίστοιχα υπόλοιπα των λογαριασμών πρέπει να τίθενται υπόψη της διοικήσεως της επιχειρήσεως.

 Eνημέρωση βιβλίου απογραφών.

H επαγγελματική περιουσία πρέπει να απογραφεί αναλυτικά. H επαγγελματική περιουσία καθώς και οι υποχρεώσεις, όπως αναγνωρίσθηκαν και καταμετρήθηκαν από τους απογραφείς, στη συνέχεια καταχωρίζονται αναλυτικά στο βιβλίο απογραφών.
H αόριστη περιγραφή της επαγγελματικής περιουσίας δεν θεωρείται ότι καλύπτει την απαίτηση της λογιστικής και του KΦΑΣ, π.χ. η καταχώριση «επιταγές εισπρακτέες 100.000,00» είναι αόριστη, ενώ η ορθή καταχώριση είναι ότι για καθεμία από τις επιταγές που συνθέτουν το άνω σύνολο 100.000,00 πρέπει να καταχωριστούν αναλυτικά στο βιβλίο απογραφών: ο αριθμός της επιταγής, η τράπεζα πληρωμής, τα στοιχεία του εκδότη, τα στοιχεία του πελάτη, ημερομηνία πληρωμής και το ποσό της πληρωμής.
Tα πάγια περιουσιακά στοιχεία καταχωρίζονται αναλυτικά στο «Mητρώο Παγίων». Στο βιβλίο απογραφών τα πάγια περιουσιακά στοιχεία αναγράφονται κατ’ ομοειδείς κατηγορίες, τουλάχιστον με τα εξής στοιχεία:

α) την αξία κτήσεως ή το κόστος ιδιοκατασκευής του προσαυξημένο με τις δαπάνες επεκτάσεων ή προσθηκών(1) και βελτιώσεων(2),

β) τις αποσβέσεις τους και

γ) την αναπόσβεστη αξία.

Tα αποθέματα καταχωρίζονται αναλυτικά κατά αποθηκευτικό χώρο (αναφέρεται η διεύθυνση του αποθηκευτικού χώρου), κατ’ είδος, ποσότητα, αναγράφοντας και τη μονάδα μετρήσεως, και αξία. Tα αποθέματα που βρίσκονται σε τρίτους καταχωρίζονται ανά τρίτο χωρίς να απαιτείται καταχώριση και κατά αποθηκευτικό χώρο του τρίτου.
Oι μετοχές και τα χρεόγραφα καταχωρίζονται στο βιβλίο απογραφών κατά ποσότητα, αξία κτήσεως και τρέχουσα αξία.
Για τα λοιπά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού   όλα τα απογραφέντα στοιχεία της επιχειρηματικής περιουσίας πρέπει να καταχωριστούν αναλυτικά στο θεωρημένο βιβλίο απογραφών ή σε θεωρημένες καταστάσεις απογραφής ή αποθηκεύονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα αποθήκευσης.
Oι απαιτήσεις από το Eλληνικό Δημόσιο, π.χ., προκαταβολή φόρου εισοδήματος, παραγράφονται μετά τριετία υπέρ του Eλληνικού Δημοσίου, εφόσον δεν ζητήθηκε εγγράφως από την επιχείρηση εντός της τριετίας αυτής η επιστροφή τους.
Tα μερίσματα πληρωτέα παραγράφονται μετά πέντε έτη, από τη χρήση που εγκρίθηκαν από τη γενική συνέλευση των μετόχων υπέρ του Eλληνικού Δημοσίου .
Tα περιουσιακά στοιχεία κυριότητας τρίτων – επιτηδευματιών, που βρίσκονται κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου στις εγκαταστάσεις της ανώνυμης εταιρείας, καταχωρίζονται χωριστά, κατ’ είδος και ποσότητα, εφόσον τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτουν από το βιβλίο αποθήκης ή από άλλα πρόσθετα βιβλία.

Aποτίμηση της επαγγελματικής περιουσίας.

H αποτίμηση της επαγγελματικής περιουσίας στο τέλος της χρήσεως αποβλέπει στον προσδιορισμό της αξίας της περιουσίας. Kάθε περιουσιακό στοιχείο επιδέχεται δική του μέθοδο αποτιμήσεως ανάλογα με την ιδιομορφία και τους σκοπούς που επιδιώκει η επιχείρηση. H αποτίμηση των στοιχείων της απογραφής ασκεί μεγάλη επίδραση στην περιουσιακή κατάσταση της επιχείρησης και στο οικονομικό αποτέλεσμά της, γιατί ανάλογα με τον τρόπο της αποτίμησης και τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους αποτίμησης διαφέρει και το αποτέλεσμα της χρήσεως
Aρχή της πάγιας εφαρμογής των μεθόδων αποτίμησης. Oι μέθοδοι αποτίμησης εφαρμόζονται πάγια, χωρίς μεταβολές από χρήση σε χρήση . H μέθοδος υπολογισμού της τιμής κτήσης ή του κόστους παραγωγής των αποθεμάτων καθώς και της τιμής κτήσης των κινητών αξιών επιλέγεται, από την εταιρεία, και εφαρμόζεται πάγια, από χρήση σε χρήση. Aλλαγή της εφαρμοζόμενης μεθόδου δεν επιτρέπεται, εκτός αν υπάρχει μεταβολή συνθηκών ή άλλος σοβαρός λόγος, οπότε η αλλαγή της μεθόδου αναφέρεται και αιτιολογείται στο προσάρτημα μαζί με την επίδραση της αλλαγής αυτής στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων χρήσης.

 

Υποχρέωση διενέργειας απογραφής αποθεμάτων και τήρησης αρχείου αποθεμάτων 

Διατάξεις

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.4308/2014 ισχύουν τα εξής:

Άρθρο 4. Άλλα λογιστικά αρχεία
1. Η οντότητα τηρεί κατά περίπτωση, πέραν των αρχείων του άρθρου 3, τα αρχεία (βιβλία) που περιγράφονται στις επόμενες παραγράφους, με ημερομηνία αναφοράς την ημερομηνία τέλους της περιόδου αναφοράς (ημερομηνία του ισολογισμού).

4. Αρχείο ιδιόκτητων αποθεμάτων: Στο αρχείο αυτό καταχωρούνται:
α) Τα ποσοτικά δεδομένα της φυσικής απογραφής (σύντομη περιγραφή είδους, μονάδα μέτρησης και ποσότητα), κατά είδος και διακεκριμένα για κάθε αποθηκευτικό χώρο.
β) Η κατά μονάδα αξία επιμέτρησης, καθώς και η συνολική αξία επιμέτρησης του κάθε είδους.
γ) Ο προσδιορισμός της ποσότητας των αποθεμάτων δύναται να γίνεται με έμμεσες τεχνικές που είναι αξιόπιστες και κατάλληλα τεκμηριωμένες.
δ) Αναλώσιμα υλικά αγαθά που δεν είναι σημαντικά μπορούν να μην απογράφονται.

Στην ερμηνευτική εγκύκλιο που κοινοποίησε τις διατάξεις των Ε.Λ.Π,  ΠΟΛ.1003/31.12.2014, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:

Άρθρο 4: Άλλα λογιστικά αρχεία

4.1.1 Στα αρχεία που αναφέρονται στο άρθρο αυτό καταγράφονται αναλυτικά τα στοιχεία ισολογισμού, με ημερομηνία αναφοράς την ημερομηνία τέλους της περιόδου αναφοράς (ημερομηνία του ισολογισμού).

4.4.1 Καθιερώνεται η δυνατότητα προσδιορισμού της ποσότητας των αποθεμάτων με αξιόπιστες και τεκμηριωμένες έμμεσες τεχνικές. Τεκμηριωμένες είναι οι τεχνικές που είναι γενικά αποδεκτές στη διεθνή πρακτική. Στόχος της διάταξης είναι η επίτευξη εύλογης διασφάλισης αναφορικά με την προσδιοριζόμενη ποσότητα αποθεμάτων κατ’ είδος κατά την ημερομηνία του ισολογισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσχέρειες και το κόστος ακριβούς καταμέτρησης. Δηλαδή επιδιώκεται η αξιοπιστία της μέτρησης της ποσότητας και ταυτόχρονα ο περιορισμός του κόστους και η υπέρβαση δυσχερειών.

4.4.2 Μια σημαντική παράμετρος που επηρεάζει την κρίση περί αξιοπιστίας των έμμεσων τεχνικών προσδιορισμού της ποσότητας των αποθεμάτων είναι το είδος των δικλίδων που χρησιμοποιεί η οντότητα για να παρακολουθεί και να ελέγχει τα παραλαμβανόμενα και αποστελλόμενα αποθέματα, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου. Παράδειγμα τέτοιας δικλίδας είναι η τήρηση, κατ’ επιλογή της οντότητας, αναλυτικού αρχείου ποσοτικής διακίνησης για εισερχόμενα ή / και αποστελλόμενα ή πωλούμενα αγαθά. Στην κρίση για την απαιτούμενη αξιοπιστία των έμμεσων τεχνικών λαμβάνεται υπόψη το κατά πόσο οι τεχνικές είναι καθιερωμένες στη διεθνή πρακτική. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη φύση των αποθεμάτων (π.χ. καύσιμα, ζώντα ψάρια, ορυκτά αποθέματα) για τον προσδιορισμό κατάλληλων έμμεσων τεχνικών προσδιορισμού της ποσότητας αυτών.

4.4.3 Όταν, κατ’ απόλυτη επιλογή της οντότητας, τηρείται ηλεκτρονικό αρχείο ποσοτικής διακίνησης παραλαμβανόμενων και αποστελλόμενων αγαθών, η διενέργεια φυσικής καταμέτρησης στο τέλος της περιόδου αναφοράς (ημερομηνία ισολογισμού) δύναται να αντικαθίσταται από τη λειτουργία αξιόπιστου συστήματος κυλιόμενων απογραφών για διαφορετικές κάθε φορά ομάδες αποθεμάτων στη διάρκεια της περιόδου, ώστε συνολικά να παρέχεται η απαιτούμενη διασφάλιση περί της αξιοπιστίας των ποσοτήτων των αποθεμάτων.

4.4.4 Ορισμένες έμμεσες τεχνικές παρακάμπτουν τον προσδιορισμό της ποσότητας των αποθεμάτων και προσδιορίζουν κατ’ ευθείαν την αξία του τελικού αποθέματος και του κόστους πωληθέντων, περίπτωση στην οποία δεν απαιτείται ποσοτική καταμέτρηση των αποθεμάτων. Άλλες τεχνικές χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της ποσότητας του τελικού αποθέματος, και ακολουθεί η επιμέτρηση ως ξεχωριστή διαδικασία.

Ενδεικτικά παραδείγματα έμμεσων τεχνικών

Η μέθοδος της λιανικής τιμής (retail method)

Η μέθοδος αυτή προσδιορίζει κατ’ ευθείαν την αξία του τελικού αποθέματος και του κόστους πωληθέντων, χωρίς να προσδιορίζει την ποσότητα του τελικού αποθέματος. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται, με διάφορες παραλλαγές, από επιχειρήσεις που εμπορεύονται μεγάλες ποσότητες ειδών που πωλούνται λιανικά με σχετικά σταθερά ποσοστά κέρδους επί της τιμής κτήσεως.
Η μέθοδος αυτή λειτουργεί σύμφωνα με το κατωτέρω γενικό παράδειγμα (ποσά σε ευρώ):

Κόστος Αξία Λιανικής
Αρχικό απόθεμα 100,00 130,00
Αγορές περιόδου 1.230,00 1.586,70
Σύνολο προς πώληση 1.330,00 1.716,70
Πωλήσεις περιόδου (σε τιμές λιανικής) -1.200,00
Απόθεμα τέλους σε τιμές λιανικής 516,70
Ποσοστό κέρδους λιανικής τιμής =[1-(1.330/1.716,70)] 0,2253
Απόθεμα τέλους σε κόστος κτήσης = [516,70*(1-0,2253)] 400,29

Σημειώσεις
1. Στο ανωτέρω παράδειγμα, το αρχικό απόθεμα διαφέρει από τις αγορές ως προς τη σύνθεση – ποσοστό μικτού κέρδους.
2. Το ποσό του αρχικού αποθέματος και των αγορών της περιόδου σε αξίες λιανικής έχει προκύψει πολλαπλασιάζοντας το κόστος κτήσης με το ποσοστό μικτού κέρδους.
Χρήση στατιστικών μεθόδων προσδιορισμού της ποσότητας αποθεμάτων

Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται για την μέτρηση της ποσότητας των αποθεμάτων στο τέλος της περιόδου σε περιπτώσεις που η μέθοδος της φυσικής καταμέτρησης είναι πρακτικά αδύνατη, όπως για παράδειγμα η μέτρηση της ποσότητας της ιχθυομάζας των ιχθυοτροφείων. Με βάση την μέθοδο αυτή, η αρχική ποσότητα ιχθύων που τοποθετείται σε έναν κλωβό εκτροφής, μετατρέπεται σε κάθε ημερομηνία που επιδιώκεται απογραφή, σε ποσότητα και ιχθυομάζα, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως τις επικρατούσες περιβαλλοντικές συνθήκες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των ιχθύων, τις αναλωθείσες ιχθυοτροφές και τα ποσοστά θνησιμότητας. Τα αποτελέσματα της μεθόδου επαληθεύονται εκ των υστέρων κατά την συλλογή των ιχθύων (εξαλίευση).

Προσεγγιστικές τεχνικές σε παρεμφερή αποθέματα

Σε περίπτωση αποθεμάτων παρεμφερούς είδους, μεγάλου αριθμού και μικρής διαφοράς αξίας ανά τεμάχιο μεταξύ τους, είναι δυνατόν η καταμέτρηση να γίνεται σε γενικές κατηγορίες και με τη χρήση μέσης τιμής, εφόσον δεν υπάρχει σημαντική επίπτωση στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις

Παρακολούθηση αποθεμάτων τρίτων

Καθιερώνεται η υποχρέωση της οντότητας για παρακολούθηση κατ’ είδος και ποσότητα, διακεκριμένα κατά αποθηκευτικό χώρο, των αποθεμάτων τρίτων. Η παρακολούθηση αναφέρεται σε εμπορεύσιμα αγαθά, δηλαδή δεν συμπεριλαμβάνει εγγυοδοσίες (επιστρεπτέα είδη συσκευασίας, παλέτες, κενές φιάλες, κλπ.). Η παρακολούθηση δύναται να γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο και να προκύπτει από οποιοδήποτε τηρούμενο αρχείο.

Διευκρινίζεται ότι δεν απαιτείται φυσική καταμέτρηση των σχετικών αποθεμάτων. Θεσπίζεται μόνο η υποχρέωση παρακολούθησης αυτών των αποθεμάτων, ώστε η οντότητα να δύναται να τεκμηριώνει τα αποθέματα αυτής της κατηγορίας που βρίσκονται στην κατοχή της (για παράδειγμα, τηρώντας με τάξη και πληρότητα το σύνολο των λαμβανόμενων και εκδιδόμενων παραστατικών διακίνησης ή ενημερώνοντας επιπρόσθετα άλλα αρχεία).

Χρόνος διενέργειας απογραφής

Δεν απαιτείται καταχώρηση στα λογιστικά βιβλία κατά τη διάρκεια της περιόδου, του κόστους κτήσης των αποθεμάτων, κατά την με οποιοδήποτε τρόπο ανάλωσή τους (πώληση, δωρεάν παράδοση, καταστροφές κλπ). Το κόστος κτήσης των αναλωθέντων αποθεμάτων της περιόδου, συμπεριλαμβανομένων των καταστροφών ή απωλειών, μπορεί να προσδιορίζεται συγκεντρωτικά, από τα στοιχεία των τηρούμενων αρχείων, μέχρι την ημερομηνία ολοκλήρωσης της σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

Σε ό,τι αφορά στον προσδιορισμό της ποσότητας των αποθεμάτων, ορίζεται ότι ο εν λόγω προσδιορισμός διενεργείται σε κατάλληλο χρόνο που διασφαλίζει την αξιοπιστία των δεδομένων σε σχέση με την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της οντότητας. Δηλαδή, ο χρόνος προσδιορισμού των αποθεμάτων (φυσική απογραφή) καθορίζεται από τα πραγματικά δεδομένα μιας οντότητας, λαμβάνοντας υπόψη και τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 4 του ν.4308/2014 και την ανάγκη διασφάλισης της αξιοπιστίας του ποσοτικού προσδιορισμού των αποθεμάτων στο τέλος της ημερομηνίας αναφοράς (ημερομηνία τέλους χρήσης ή ημερομηνία ισολογισμού).

Ο χρόνος αυτός μπορεί να απέχει από το τέλος της ημερομηνίας αναφοράς, ιδίως όταν η οντότητα τηρεί αναλυτικό αρχείο ποσοτικής διακίνησης αποθεμάτων (βιβλίο αποθήκης) ή όταν ο αριθμός ή και η ποσότητα των διακινήσεων δεν είναι σημαντική. Σε άλλες περιπτώσεις που η οντότητα εφαρμόζει έμμεσες τεχνικές στον προσδιορισμό της ποσότητας των αποθεμάτων της απογραφής, η σχετική διαδικασία δύναται να γίνεται με αξιοπιστία και σε χρόνο απομακρυσμένο από το τέλος της περιόδου (π.χ. προσδιορισμός ιχθυόμαζας ιχθυοτροφείων). Τέλος, σημειώνεται ότι όταν εφαρμόζεται η μέθοδος της λιανικής (retail method) δεν γίνεται ποσοτικός προσδιορισμός των αποθεμάτων και η εκτίμηση της αξίας του τελικού αποθέματος δύναται επίσης να γίνεται με ασφάλεια σε χρόνο απομακρυσμένο από το τέλος της περιόδου.

Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από το χρόνο που διενεργείται ο ποσοτικός προσδιορισμός των αποθεμάτων, η οντότητα είναι υποχρεωμένη να έχει τεκμηριώσει με αξιόπιστο τρόπο τις ποσότητες της απογραφής εντός των χρονικών ορίων σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της περιόδου.

 

 Απογραφή αποθεμάτων για τις πολύ μικρές οντότητες – απαλλαγές

Α. Γενικά
Σχετικά με την απογραφή μετά την καθιέρωση των Ε.Λ.Π. (σ.σ. από 1.1.2015 και μετά), ισχύουν ορισμένες απλοποιήσεις και απαλλαγές για τις πολύ μικρές οντότητες, σύμφωνα με συγκεκριμένες παραγράφους του άρθρου 30 των Ε.Λ.Π.

Ας δούμε στο σημείο αυτό τις εν λόγω απαλλαγές:

Παράγραφος 3

30.3.1 Με την παράγραφο αυτή ορίζεται ότι οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 (ετερόρρυθμη εταιρεία, ομόρρυθμη εταιρεία, ατομική επιχείρηση, κλπ.) οποίων ο ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών από πωλήσεις αγαθών δεν υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ έχουν τη δυνατότητα να μην διενεργούν απογραφή των αποθεμάτων τους στο τέλος της περιόδου. Στην περίπτωση αυτή αντιμετωπίζουν τις αγορές της περιόδου που δεν διενεργούν απογραφή ως έξοδο στην κατάσταση αποτελεσμάτων.

30.3.2 Αν η περίοδος (φορολογικό έτος) είναι μικρότερη του 12μήνου (πχ. έναρξη κατά τη διάρκεια της περιόδου), ο κύκλος εργασιών για την υποχρέωση διενέργειας απογραφής αποθεμάτων υπολογίζεται με αναγωγή σε ετήσια βάση. Διευκρινίζεται ότι το χρονικό διάστημα ίσο ή μεγαλύτερο των (15) ημερών λογίζεται ως μήνας ενώ το χρονικό διάστημα που είναι μικρότερο των 15 ημερών δεν λαμβάνεται υπόψη. Στην περίπτωση που η οντότητα λειτούργησε στην πρώτη ετήσια περίοδο για χρονικό διάστημα μικρότερο των τεσσάρων μηνών, δεν γίνεται αναγωγή σε ετήσια βάση για το διάστημα αυτό.

Παράγραφος 4

30.4.1 Με την παράγραφο αυτή ορίζεται ότι όταν μια οντότητα της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 (ετερόρρυθμη εταιρεία, ομόρρυθμη εταιρεία, ατομική επιχείρηση, κλπ.) επιλέγει, σύμφωνα με το νόμο, να διενεργήσει απογραφή σε μία περίοδο, ενώ δεν έχει την υποχρέωση και δεν διενεργούσε, αναλαμβάνει την υποχρέωση για διενέργεια απογραφής και για τις τρεις τουλάχιστον επόμενες ετήσιες περιόδους.

Παράγραφος 5

30.5.1 Με την παράγραφο αυτή ρυθμίζεται η περίπτωση κατά την οποία μια οντότητα της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 (ετερόρρυθμη εταιρεία, ομόρρυθμη εταιρεία, ατομική επιχείρηση, κλπ.) επιλέγει να διενεργήσει (προαιρετικά) φυσική απογραφή σε μια περίοδο για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων (κόστος πωληθέντων), ενώ δεν έχει την υποχρέωση και δεν διενεργούσε. Στην περίπτωση αυτή, κατά την πρώτη περίοδο που διενεργείται απογραφή, για τον υπολογισμό του κόστους πωληθέντων της περιόδου το απόθεμα έναρξης θεωρείται μηδέν. Δηλαδή, από τα ακαθάριστα έσοδα της ανωτέρω περιόδου θα εκπέσουν μόνο οι αγορές της περιόδου για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών (ζημιών). Σημειώνεται ότι το σύνολο των αγορών των προηγούμενων χρήσεων έχει εκπέσει φορολογικά και συνεπώς δεν μπορεί να εκπέσει εκ νέου προσμετρούμενο στο απόθεμα έναρξης της νέας περιόδου.

Παράγραφος 6

30.6.1 Με την παράγραφο αυτή ρυθμίζεται η περίπτωση κατά την οποία μια οντότητα της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 (ετερόρρυθμη εταιρεία, ομόρρυθμη εταιρεία, ατομική επιχείρηση, κλπ.) επιλέγει να παύσει να διενεργεί φυσική απογραφή σε μια περίοδο, ενώ διενεργούσε προαιρετικά. Στην περίπτωση αυτή, το απόθεμα τέλους της τελευταίας περιόδου στην οποία διενεργήθηκε απογραφή δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των αποτελεσμάτων της πρώτης περιόδου στην οποία δεν διενεργείται απογραφή. Δηλαδή, στην πρώτη αυτή περίοδο στην οποία δεν διενεργείται απογραφή η οντότητα (και εφεξής) θα εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδα μόνο τις αγορές της περιόδου για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών (ζημιών).

Παράγραφος 11

30.11.1 Η διάταξη ορίζει ότι η οντότητα της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 (ετερόρρυθμη εταιρεία, ομόρρυθμη εταιρεία, ατομική επιχείρηση, κλπ) που έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία υγρών καυσίμων του νόμου 3054/2002 εντάσσεται στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων με μόνη προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών της δεν υπερβαίνει το όριο του κύκλου εργασιών των «μικρών» οντοτήτων της παραγράφου 4 του άρθρου 2, δηλαδή το ποσό των 8.000.000 ευρώ (για δύο συνεχόμενες ετήσιες περιόδους). Συνεπώς, η οντότητα που εμπίπτει στην περίπτωση αυτής της παραγράφου δύναται να επιλέξει
α) να χρησιμοποιεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα της παραγράφου 12 του άρθρου 3,
β) να συντάσσει μόνο (συνοπτική) Κατάσταση Αποτελεσμάτων του υποδείγματος Β.6, και
γ) να μην συντάσσει ισολογισμό. Σημειώνεται ωστόσο ότι οι οντότητες αυτές υπόκεινται στις ρυθμίσεις του άρθρου 4 για τήρηση ορισμένων αρχείων, από τα αναφερόμενα σε εκείνο το άρθρο.

 

Β. Απαλλασσόμενοι από τη διενέργεια απογραφής αποθεμάτων

Με την απόφαση ΠΟΛ.1019/16.1.2015, ορίστηκαν ορισμένες οντότητες (που τηρούν απλογραφικό σύστημα), οι οποίες απαλλάσσονται από την τήρηση αρχείου αποθεμάτων και τη διενέργεια φυσικής απογραφής. Οι απαλλαγές αυτές τίθενται επιπλέον των απαλλαγών που ορίζει το άρθρο 30 των Ε.Λ.Π. (≤150.000 τζίρο).

Θα παραθέσουμε έναν πίνακα προκειμένου να γίνουν κατανοητές αυτές οι διατάξεις:
Β.Ι. Γενικός πίνακας υποχρέωσης διενέργειας απογραφών αποθεμάτων.

 

Οντότητες που τηρούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα Προϋποθέσεις
Οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 (ετερόρρυθμη εταιρεία, ομόρρυθμη εταιρεία, ατομική επιχείρηση, κ.λ.π.) (βλ. άρθρο 30 παρ. 3 του ν.4308/2014 και παρ. 30.3.1 της ΠΟΛ.1003/31.12.2014) Δύνανται να μην διενεργούν απογραφή Για όλα τα αγαθά που εμπορεύονται κύκλος εργασιών από πωλήσεις αγαθών 150.000 (αναγωγή σε ετήσια βάση)*
Οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 με αντικείμενο εμπορία (πρατήριο) υγρών καυσίμων ή / και πετρελαίου θέρμανσης (βλ. ΠΟΛ.1019/16.1.2015) Δύνανται να μην διενεργούν απογραφή Για τα λιπαντικά ή και τσιγάρα, πέραν των υγρών καυσίμων και του πετρελαίου θέρμανσης που εμπορεύονται κύκλος εργασιών από πωλήσεις των αγαθών αυτών (λιπαντικών ή και τσιγάρων)  150.000
Οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 με αντικείμενο εμπορία (πρατήριο) υγρών καυσίμων ή / και πετρελαίου θέρμανσης (βλ. ΠΟΛ.1019/16.1.2015) Δύνανται να μην διενεργούν απογραφή Για αγαθά άλλων δραστηριοτήτων που εμπορεύονται (πέραν των υγρών καυσίμων, του πετρελαίου θέρμανσης, των λιπαντικών και των τσιγάρων) κρίνεται αυτοτελώς η κάθε δραστηριότητα κύκλος εργασιών από πωλήσεις των αγαθών αυτών 150.000
Οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 (ετερόρρυθμη εταιρεία, ομόρρυθμη εταιρεία, ατομική επιχείρηση κλπ.) (βλ. άρθρο 30 παρ. 14 του ν.4308/2014 και την ΠΟΛ.1019/16.1.2015) Δύνανται να μην διενεργούν απογραφή Για όλα τα αγαθά που εμπορεύονται Εάν έχουν ως κύριο αντικείμενο των εργασιών τους (άνω του 50% του συνόλου του καθαρού κύκλου εργασιών από πώληση αγαθών) μία από τις δραστηριότητες του κατωτέρω πίνακα Β.ΙΙ.

*Στην περίπτωση αυτή αντιμετωπίζουν τις αγορές της περιόδου για τις οποίες δεν διενεργούν απογραφή ως έξοδο στην κατάσταση αποτελεσμάτων.

 

Β.ΙΙ. Πίνακας δραστηριοτήτων οντοτήτων

2.1. Εκμετάλλευση λατομείου (απλή εξόρυξη αργών λίθων επεξεργασία λατομικών προϊόντων).
2.2. Κατασκευή ή εμπορία σφραγίδων, επιγραφών, σημάτων.
2.3. Εκμετάλλευση τυπογραφείου γενικά.
2.4. Φωτογραφείο και εργαστήριο εμφανίσεως φίλμς − εκτυπώσεις φωτογραφιών γενικώς.
2.5. Εκδόσεις εφημερίδων και περιοδικών.
2.6. Βιβλιοδετείο.
2.7. Εργαστήριο φωτοτυπιών και πολυγραφήσεων.
2.8. Αρτοποιείο, πρατήριο άρτου, ειδών αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, εργαστήριο ζαχαροπλαστικής (πώληση σε ιδιώτες καταναλωτές, λιανική ή κυρίως λιανική).
2.9. Γαλακτοζαχαροπλαστείο και γαλακτοπώλης γενικά (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.10. Εμπορία ειδών διατροφής (παντοπωλείο, μίνι μάρκετ, σούπερ μάρκετ, κ.λπ., πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.11. Εμπορία νωπών και κατεψυγμένων ιχθύων (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.12. Οπωρολαχανοπώλης (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.13. Εμπορία ρακών ή απορριμμάτων.
2.14. Εμπορία ψιλικών (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.15. Πρακτορείο εφημερίδων και περιοδικών γενικά.
2.16. Ανθοπωλείο.
2.17. Εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, κέντρα διασκέδασης, μπαρ, καφετέριες, κυλικεία, αναψυκτήρια ή συναφείς δραστηριότητες, καθώς και οι αυτόματοι πωλητές συναφών ειδών.
2.18. Εμπορία ειδών βιβλιοπωλείου (πώληση χονδρική − λιανική).
2.19. Εμπορία ειδών χαρτοπωλείου (φάκελοι, γραφική ύλη, κ.λπ.), ειδών σχεδιάσεως και συναφών οργάνων (πώληση χονδρική − λιανική).
2.20. Εκδόσεις βιβλίων γενικά.
2.21. Παραγωγή ή εμπορία τυροπιτών, σάντουιτς και συναφών ειδών (πώληση χονδρική − λιανική).
2.22. Φαρμακείο.
2.23. Πωλήσεις ηλεκτρονικών ανταλλακτικών και εξαρτημάτων (χονδρική ή λιανική).
2.24. Υλικά ραπτικής και υποδηματοποιίας (χονδρική − λιανική).
2.25. Πωλήσεις σιδηρικών εργαλείων χειρός και ειδών κιγκαλερίας (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.26. Είδη υγιεινής διατροφής (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.27. Παλαιοσίδερα, σίδηρος και παλαιά μέταλλα (σκραπ).
2.28. Μεταχειρισμένα ανταλλακτικά αυτοκινήτων και λοιπών αυτοκινούμενων μηχανημάτων (που αγοράζονται με το βάρος). Σε περίπτωση σύνταξης απογραφής των ειδών αυτών, αυτή δύναται α διενεργείται με το βάρος και όχι κατ’ είδος.
2.29. Εμπορία ψιλικών και ζαχαρωδών προϊόντων (πώληση χονδρική − λιανική).
2.30. Εμπορία παλαιών γραμματοσήμων και συναφών.
2.31. Εμπορία ψιλικών − κλωστικών ραφής και πλεξίματος, νημάτων, εργόχειρων, κεντημάτων και συναφών ειδών (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.32. Αγρότες (ειδικού και κανονικού καθεστώτος Φ.Π.Α.) και αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
2.33. Παλαιοπώλης (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.34. Εμπορία μεταχειρισμένων ειδών ένδυσης και υφασμάτων λαϊκής κατανάλωσης (που αγοράζονται ή πωλούνται με το βάρος).
2.35. Εμπορία ψευδοκοσμημάτων γενικά (πώληση λιανική ή χονδρική).
2.36. Εμπορία αγαθών που προέρχονται από πλειστηριασμούς.
2.37. Πρατήρια καπνοβιομηχανικών προϊόντων (πώληση χονδρική).
2.38. Εμπορία ωδικών πτηνών, μικρών ζώων, τροφών και εξαρτημάτων αυτών, διακοσμητικών ψαριών, πτηνών, ζώων και συναφών (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.39. Εμπορία χρωμάτων βερνικιών στόκων και λοιπών συναφών (λιανικώς ή κυρίως λιανικώς).
2.40. Κτηνιατρικά φαρμακεία.
2.41. Κρεοπώλες (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
2.42. Εκμεταλλευτής περιπτέρου.
2.43. Πωλήσεις οπωρολαχανικών, νωπών αλιευμάτων και λοιπών αγροτικών προϊόντων αποκλειστικά στις κινητές λαϊκές αγορές ή πλανοδίως, καθώς και ο αγρότης που πωλεί τα προϊόντα παραγωγής του από λαϊκές αγορές.

 

Μια οντότητα θεωρείται ότι πωλεί κυρίως λιανικά (κυρίως λιανική πώληση) όταν οι πωλήσεις σε ιδιώτες καταναλωτές υπερβαίνουν το 50% του συνόλου του καθαρού κύκλου εργασιών από πώληση αγαθών.