Ο Αλέξανδρος γνώριζε ότι είχε τη λάθος θέση εργασίας. Από τότε που τελείωσε το πανεπιστήμιο δούλευε στην ίδια κατασκευαστική εταιρεία, αλλά ποτέ δεν είχε θελήσει να γίνει διευθυντής. Παρόλο που ήταν εξαιρετικός μηχανικός και του άρεσε πολύ να συμβάλλει στην επιτυχία της εταιρείας του, η ιδέα μιας διευθυντικής θέσης δεν τον γοήτευε. Ωστόσο, όταν του πρότειναν την προαγωγή, ήξερε ότι αν δεν δεχόταν θα απογοήτευε το αφεντικό του, ενώ δεν αποκλείεται αυτό να είχε αντίκτυπο στην επόμενη ετήσια αξιολόγηση και μακροπρόθεσμα στις απολαβές του.

Δύο μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος είχε αρχίσει να μισεί τα πρωινά της Δευτέρας, ενώ τα απογεύματα της Παρασκευής κοιτούσε το ρολόι του κάθε δέκα λεπτά. Κοιμόταν πολύ περισσότερο, τα Σαββατοκύριακα δεν είχε διάθεση να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του και το μόνο που ήθελε ήταν να κάθεται σπίτι και να βλέπει τηλεόραση. Στη δουλειά, αντί να λύνει γρίφους της μηχανικής, ανησυχούσε για πράγματα που πριν ποτέ δεν θα τον απασχολούσαν.

Ένα χρόνο αργότερα, στην ετήσια αξιολόγησή του, το αφεντικό του Αλέξανδρου τον ρώτησε αν του άρεσε η νέα του θέση στη διοίκηση και οι απολαβές που τη συνόδευαν. Μετά από μια εύγλωττη σιωπή, η επόμενη ερώτηση ήταν: «Είσαι το ίδιο ευχαριστημένος στη νέα σου δουλειά όσο ήσουν πριν, όταν δούλευες στα «χαρακώματα» ως μηχανικός;» Ο Αλέξανδρος παραδέχτηκε διστακτικά ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος και ότι του έλλειπαν οι προκλήσεις που αντιμετώπιζε παλιότερα.

Η λύση ήταν προφανής. Αφού κανόνισαν τα διαδικαστικά, ο Αλέξανδρος παραιτήθηκε από τη διοίκηση και ξαναγύρισε στα προηγούμενα καθήκοντά του σχεδόν σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Ξαναβρήκε τη ζωντάνια του και τα πρωινά ξυπνούσε πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, γεμάτος όρεξη και ενέργεια. Τον επόμενο χρόνο ο Αλέξανδρος και οι συνεργάτες του σημείωσαν μια μεγάλη επιτυχία που πρόσφερε στην εταιρεία μια μεγάλη σύμβαση με το δημόσιο. Το μπόνους που έδωσε ο ιδιοκτήτης της εταιρείας στον Αλέξανδρος υπερκάλυπτε τις απολαβές που είχε χάσει από τον ιεραρχικό υποβιβασμό του.

Μερικούς μήνες αργότερα, αναλογιζόμενος την εμπειρία του, ο Αλέξανδρος είπε στο αφεντικό του: «Όταν δέχτηκα τη θέση έχασα ένα κομμάτι του εαυτού μου».

Προς μεγάλη του έκπληξη και ευχαρίστηση, ο Αλέξανδρος διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις που έπαιρνε με γνώμονα την ακεραιότητά του μπορεί μερικές φορές να φαίνονταν επικίνδυνες, όμως ταυτόχρονα πρόσφεραν μοναδικές ανταμοιβές.

Ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί στη θέση του Αλέξανδρου. Αναφέρομαι στην εσωτερική σύγκρουση που μας ταλανίζει όταν πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ αυτού που φαίνεται σωστό και αυτού που είναι σκόπιμο. Μπορεί λόγου χάρη να μας αναθέσουν μια δουλειά που μοιάζει να είναι πέρα από τις δυνατότητές μας και εκτός του αντικειμένου μας, ή να μας ζητήσουν να κάνουμε τα στραβά μάτια όταν δεν τηρείται ένας κανόνας. Ίσως να μας γίνει μια διακριτική υπόδειξη να πούμε ένα ψεματάκι, ή να κρύψουμε την αλήθεια. «Να, για να μην ταράξουμε τα νερά» λένε συνήθως.

Στην περίπτωση του Αλέξανδρου, η απόφαση που πήρε ήθελε κότσια. Αναμφίβολα τέτοιες καταστάσεις συμβαίνουν εκατομμύρια φορές κάθε μέρα στις επιχειρήσεις. Απλώς δεν το παίρνουμε είδηση μέχρι να συμβεί σε εμάς προσωπικά.

Φυσικά οι επιλογές μας δεν κινούνται πάντοτε στα όρια μεταξύ του απόλυτου σωστού και του απόλυτου λάθους. Συχνά τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο αλλά βρισκόμαστε στις λεπτές αποχρώσεις του γκρι, μην γνωρίζοντας αν πρέπει να ακολουθήσουμε πιστά τους κανόνες ή να φανούμε πιο δημιουργικοί. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν προβάλλουμε πάντα αντίσταση και συμμορφωνόμαστε σιωπηλά -ή και όχι – με αυτό που περιμένουν οι άλλοι από εμάς.

Όταν συμβεί αυτό, προσπαθούμε μετά να το ξεχάσουμε. Λέμε στον εαυτό μας ότι είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς για να γίνει μια δουλειά και θάβουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας την αμφισβητούμενη πράξη μας. Όμως αναπόφευκτα θα τη βρούμε και πάλι μπροστά μας. Μέσα σε μέρες ή και ώρες από το εν λόγω γεγονός αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε αν η «ηθική πυξίδα» μας αποπροσανατολίστηκε προς όφελος κάποιας δικής μας ή άλλης σκοπιμότητας.

Άλλες φορές τα ερωτήματα που ζητούν επιτακτικά απάντηση είναι ακόμη πιο ανησυχητικά: «Επιτρέπω στο προσωπικό σύστημα αξιών μου να κατευθύνεται από άλλους; Παραμένω πιστός στις ιδέες μου;»

Η αλήθεια είναι ότι κατά την εργασιακή μας πορεία ουσιαστικά όλοι θυσιάζουμε σε ένα βαθμό αυτό που είμαστε, ακόμη και την έμφυτη εντιμότητά μας. Αυτό συμβαίνει σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου. Τη διαδικασία αυτή την ονομάζω «διάβρωση ακεραιότητας».

Αν αυτήν την στιγμή σκέφτεστε ότι εσάς δεν σας αφορούν τα παραπάνω, απλώς αναρωτηθείτε: πόσο διαφορετικός είστε σήμερα από τον νεαρό απόφοιτο και πρωτάρη στη δουλειά που ήσασταν κάποτε; Είστε ακόμη ιδεαλιστής και ελεύθερο πνεύμα, ή αλλάξατε τόσο πολύ που δεν θα αναγνωρίζατε τον εαυτό σας;

Δεν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο στο στρες και τις απαιτήσεις που συνοδεύουν τη δουλειά ενός δίκαιου και αξιόπιστου διευθυντή, συνάδελφου ή εργαζόμενου. Ωστόσο, οι πιο ευχαριστημένοι και προσαρμοσμένοι (και συχνά και οι πιο επιτυχημένοι) άνθρωποι που έχω συναντήσει είναι ανεξαιρέτως εκείνοι που η εργασιακή τους συμπεριφορά αντανακλά τις προσωπικές τους αξίες και συνάδει με τα ενδιαφέροντά τους.